- τετρώριστος
- τετρώριστος, ον,A = τετράορος, S.Fr.958 codd.Str. (leg. τετραόρῳ).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετρώριστος — ον, Α [τέτρωρος] τετράορος* … Dictionary of Greek
τετρωρίστῳ — τετρώριστος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)